Αρχική σελίδα » Ελεύθερο Βήμα

ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΡΓΟ

Στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ έγιναν από τις 22 έως τις 27 Ιουλίου αρχαιρεσίες για όλα τα ακαδημαϊκά όργανα. Συγχαίρουμε από καρδιάς το νέο Κοσμήτορα, τους νέους Προέδρους Τμημάτων και τους νέους Διευθυντές Τομέων για την εκλογή τους και τους ευχόμαστε καλή δύναμη στο έργο τους, που πρέπει να πραγματοποιηθεί με σύνεση, αλλά και τόλμη και ομαδικό συνεργατικό πνεύμα. Το έργο όμως αυτό είναι πραγματικά πολύ δύσκολο.

Σε μια εποχή μόνιμης υποχρηματοδότησης της Παιδείας ισχύει (παρά τους δικαστικούς και σε κάποιο βαθμό απεργιακούς αγώνες) μια πρόχειρη και ανεπαρκής νομοθετική ρύθμιση του μισθολογίου των μελών ΔΕΠ, που αποδεδειγμένα το κρατά πολύ χαμηλά, όχι βέβαια σε σχέση με τους μισθούς των συναδέλφων τους στο εξωτερικό (αυτή η σύγκριση δεν θα είχε νόημα), αλλά στη σύγκριση μεταξύ αναλογίας μισθών μελών ΔΕΠ προς το μέσο μισθό και προς το ποσοστό ΑΕΠ στην Ελλάδα και αντίστοιχης αναλογίας μισθών αλλά και ποσοστού ΑΕΠ στις χώρες της Ευρώπης και στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου (βλ. έκθεση Χ. Φείδα του 2014, που όμως ουσιαστικά ισχύει ακόμη, στο http://www.posdep.gr/index.php?option=com_docman&view=docman&Itemid=48). Μέσα σ’ αυτό το δύσκολο τοπίο οι ανισότητες στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο μεταξύ διδασκόντων με μεγάλη απορρόφηση στην τρέχουσα αγορά που έχουν αποδοχές και έξω από το Πανεπιστήμιο και Πανεπιστημιακών σε αντικείμενα «πολυτελείας» κυρίως των ανθρωπιστικών επιστημών είναι μεγάλες και ωθούν τους δεύτερους σε μια δύσκολη καθημερινότητα. Στο τοπίο αυτό η Θεολογική Σχολή βρίσκεται ίσως στην πιο δύσκολη θέση απ’ όλους, γι’ αυτό και όπως παραπάνω χαρακτηρίζεται το έργο δεν είναι απλά δύσκολο αλλά ίσως τιτάνιο.

Στεγαζόμενη στο παλαιότερο κτήριο της Πανεπιστημιούπολης με μεγάλες κατασκευαστικές αστοχίες μόνωσης και θέρμανσης, η Σχολή αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, που ενώ για άλλους θα είχε δυσκολίες, στην περίπτωση αυτή είναι πραγματικός εφιάλτης. Παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες, χρόνια αναμένουμε να συμπεριληφθεί σε κάποιο πρόγραμμα ουσιαστικής ανακαίνισης, που θα πρέπει να αφορά στο πρόβλημα της μόνωσης που καταστρέφει χώρους και υποδομές, το πεπαλαιωμένο και ανεπαρκές ηλεκτρολογικό δίκτυο, και το σοβαρά λαβωμένο αποχετευτικό δίκτυο, με προφανή επίπτωση στην ασφάλεια και την υγιεινή όσων εργάζονται ή κινούνται μέσα στο κτήριο. Για τα θέματα αυτά ο Σύλλογός μας είχε και παλαιότερα εκδώσει ένα κείμενο ενημέρωσης και διαμαρτυρίας.

Άλλο σοβαρότατο πρόβλημα είναι η Βιβλιοθήκη που λειτουργεί με την προθυμία και την αυταπάρνηση του προσωπικού και εμπλουτίζεται με την ευγένεια δωρητών. Τα στοιχεία αυτά, όμως, δεν αρκούν και δεν αξίζουν στην αρχαιότερη βιβλιοθήκη πανεπιστημιακής θεολογίας στην Ελλάδα και μάλιστα στη σύγχρονη και ανταγωνιστική κατάσταση σε σχέση με αντίστοιχες του εξωτερικού. Μπορεί τα μέλη ΔΕΠ και οι ερευνητές να «βολεύονται» με τις ηλεκτρονικές συνδρομές του Πανεπιστημίου (που πολλές απ’ αυτές συχνά είναι δοκιμαστικές ή και με ημερομηνία λήξης) ή με άλλες ηλεκτρονικές μορφές, αλλά η ύπαρξη μιας σύγχρονης βιβλιοθήκης, που

  • ενημερώνεται διαρκώς, τουλάχιστον σε κάποιους από κοινού συμφωνημένους τομείς αιχμής, όπου δεν ειδικεύονται άλλες βιβλιοθήκες,
  • έχει σύγχρονο διαλειτουργικό σύστημα ταξινόμησης σε ηλεκτρονική μορφή για όλα τα βιβλία και τα περιοδικά της,
  • διαθέτει ταξινομημένο και καταλογογραφημένο το σύνολο των βιβλίων της που αποκτά από δωρεές,
  • διαθέτει σύγχρονο, συντηρούμενο και επαρκή εξοπλισμό για το μεγαλύτερο μέρος των ενεργών φοιτητών,

είναι στοιχειώδης υποχρέωση. Ειδικά όταν προτίθεται (όπως πρέπει) να κινηθεί σε διεθνείς εξωστρεφείς μορφές εκπαίδευσης και να ελκύσει ξένους φοιτητές, προσπάθεια που δύσκολα μπορεί να καρποφορήσει με αυτή τη βιβλιοθήκη και αυτό το κτήριο. Σε επόμενο βήμα, οι νέες αρχές θα μπορούσαν να διεκδικήσουν ένα ανεξάρτητο κωδικό και προϋπολογισμό βιβλιοθήκης και να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες επέκτασής της που προβλέπονταν από το αρχικό σχέδιο του κτηρίου.

Τέλος, οι θεσμικές παρεμβάσεις που κατά καιρούς προγραμματίζονται ή και προαναγγέλλονται αλλά ακόμη χρονίζουν, δηλαδή: ένας σύλλογος αποφοίτων, ένας τρόπος διαφανούς και μετρήσιμης διασύνδεσης των θεολόγων με την αγορά εργασίας τους, περιφρούρηση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων (είναι γνωστός τα τελευταία χρόνια και συνεχίζεται παρά τις διαμαρτυρίες, ο αποκλεισμός των πτυχιούχων Θεολογίας από προκηρύξεις θέσεων ΠΕ Διοικητικού στο Δημόσιο) είναι βασικά.

Στις μέρες μας, μέρες κυριαρχίας της εικόνας πολλές φορές εις βάρος της δουλειάς σε βάθος, η Θεολογική Σχολή εξυπηρετεί (και σωστά) πολλαπλά το Πανεπιστήμιο, την κοινωνία και τη χώρα με την ακτινοβολία της εικόνας της ως μοναδικού θεματοφύλακα της Ορθόδοξης θεολογίας και παράδοσης σ’ ένα διεθνές επίπεδο και της δίνει ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Όμως, εξίσου ή και περισσότερο σημαντική είναι η κριτική και στοχαστική λειτουργία της στο δημόσιο χώρο, που αντιμετωπίζει καινούργιες και απρόσμενες προκλήσεις (κοινωνικές, εθνικές, παγκόσμιες). Δεν είναι μόνο εργαλείο προβολής του παρελθόντος, αλλά και συμβολής στη διαμόρφωση του μέλλοντος. Δεν χρησιμεύει μόνο στην οριοθέτηση της ταυτότητας, αλλά εκπαιδεύει τη σκέψη σε πρωτότυπες και καινοτομικές προσεγγίσεις στα προβλήματα. Δεν είναι μόνο μια «κειμηλιακή προθήκη», αλλά ένας δυναμικός συντελεστής και στο σύγχρονο πανεπιστημιακό τοπίο και θα μπορούσε π.χ. να καλύψει και στην περιοχή αυτή σημαντικά κενά, όπως η δημιουργία βιβλιομετρικών δεικτών ειδικά για «θεολογικές και θρησκειολογικές σπουδές» (Theology and Religious Studies).

Ο Σύλλογος Διδακτικού Προσωπικού Θεολογικής Σχολής εκτός από τη συνεχή παρακολούθηση των εξελίξεων στη διεκδίκηση των Πανεπιστημιακών αιτημάτων γενικά, θα είναι παρών και στη διεκδίκηση μιας αναβαθμισμένης θέσης των θεολογικών πανεπιστημιακών σπουδών στην Ελλάδα, αλλά και στη συνεργασία με αντίστοιχες προσπάθειες στον υπόλοιπο κόσμο.

 

Για το ΔΣ του Συλλόγου Διδακτικού Προσωπικού Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ

Δημήτρης Ν. Μόσχος, αναπλ. καθηγητής,

Πρόεδρος